- αυτονυκτί
- επίρρ. в (э)ту же ночь, (э)той же ночью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐτονυκτί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)